Η κίνηση στην Αθήνα αναθερμαίνεται, ωστόσο, η απόδοση των ξενοδοχείων της Αθήνας παραμένει μέχρι στιγμής μακριά από τις επιδόσεις του 2019.
Με πτώση της τάξης του (-)33,6% στην Πληρότητα, του (-)36,3% στο Έσοδο ανά Διαθέσιμο Δωμάτιο (RevPar) και του (-)4,1% στη Μέση Τιμή Δωματίου ‘έκλεισε’ το Α’ 4μηνο Ιανουαρίου – Απριλίου του 2022 για τα ξενοδοχεία της Αθήνας, έναντι του αντίστοιχου τετραμήνου του 2019 – της πλέον πρόσφατης ‘φυσιολογικής’ τουριστικής χρονιάς για την Ξενοδοχία της Αθήνας (*). Κατά το Α’ τετράμηνο του 2022, η μέση πληρότητα ήταν 44.9%, η μέση τιμή δωματίου 85,08 και το RevPAR 38,2 (*) Η μέση πληρότητα αυξήθηκε σταδιακά από 26.9% έως και 50% κατά το πρώτο τρίμηνο, ενώ τον Απρίλιο έφτασε το 65%. Ωστόσο, παρέμεινε 19% χαμηλότερη από την αντίστοιχη του 2019 (που ήταν 80%). Η μείωση του RevPar το πρώτο 4μηνο του 2022 (κατά 36,3% έναντι του 2019) οφείλεται κυρίως σε αυτό το γεγονός, δηλαδή στα χαμηλά επίπεδα πληρότητας κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2022. Συνολικά, τα επίπεδα πληρότητας του YTD Απριλίου ήταν 33,6% και οι τιμές των δωματίων κατά 4,1% χαμηλότερες το 2022 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. (*) βλ. Επισυναπτόμενο πίνακα: “Overall performance of the Attica Hotel Industry” –YTD April 2022, έναντι April 2019)
Επιπροσθέτως, αντίστοιχες επιδόσεις καταγράφει η ‘έρευνα-πάνελ’ του ΞΕΕ/ΙΤΕΠ που διεξήχθη πανελλαδικά, σε ότι αφορά στην Αθήνα, όπου κατά το διάστημα Δεκεμβρίου 2021- Απριλίου 2022 η Μέση Πληρότητα δεν ξεπέρασε το 39% στα ανοιχτά ξενοδοχεία της Αττικής και το 36.7% στο σύνολο ξενοδοχείων της Αττικής. Η δε μέση τιμή δωματίου ήταν περί τα 77 ευρώ.
Οι όποιες συγκρίσεις επομένως με τα δεδομένα του 2021-2020, δεν οδηγούν σε ορθά συμπεράσματα, καθώς συγκρίνονται οι επιδόσεις του 2022 με επιδόσεις ετών κατά τα οποία, για μικρά η μεγαλύτερα διαστήματα, πολλά – ή και όλα- τα ξενοδοχεία, παρέμειναν κλειστά.
Οι ανταγωνίστριες πόλεις:
Η ως άνω εικόνα για το 2022 ενισχύεται και από τα στοιχεία των πόλεων -ανταγωνιστών της Αθήνας. Την περίοδο, Ιανουαρίου – Απριλίου 2022, σημειώνεται ότι όλες οι ανταγωνιστικές πόλεις της Μεσογείου όπως η Ρώμη, η Βαρκελώνη, η Μαδρίτη και η Κωνσταντινούπολη κατέγραψαν υψηλότερα επίπεδα πληρότητας και τιμές δωματίων από την Αθήνα. Πιο συγκεκριμένα, η Ρώμη πέτυχε πληρότητα 47% και ADR € 149 αντίστοιχα, η Βαρκελώνη 55% και € 124, η Μαδρίτη 56% και € 116 και η Κωνσταντινούπολη πληρότητα 64% και ADR € 97 σε σύγκριση με την Αθήνα που είχε πληρότητα 45% και ADR € 85.
Εν κατακλείδι, οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις για την πορεία της φετινής καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου μπορεί να είναι όντως θετικές, ωστόσο, θα πρέπει να παραμείνουμε συγκρατημένα αισιόδοξοι καθώς είναι πολύ νωρίς για συμπεράσματα που αφορούν στο φθινόπωρο και στον χειμώνα που είναι μπροστά μας: Οι προκρατήσεις είναι ακόμη σε πολύ χαμηλά επίπεδα, τα συνέδρια -τα οποία όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές στο παρελθόν αποτελούν βασικό μέρος των προσπαθειών για την επέκταση της τουριστικής περιόδου- δεν είναι ακόμα βέβαιο πως θα υλοποιηθούν, ενώ παράλληλα, η υπερπροσφορά κλινών κάθε είδους που ‘ανοίγουν’ και ανακοινώνονται σε καθημερινή βάση, δεν μπορεί παρά μόνο να μας ανησυχεί. Τα ‘τύμπανα πολέμου’ που ακούγονται έως την Αθήνα ενισχύουν την αβεβαιότητα και οι συνθήκες ακρίβειας με τις απίστευτες αυξήσεις τιμών -όπως κατέδειξε ο χειμώνας του 2021- υπονομεύουν την επιβίωση επιχειρήσεων και ανθρώπων που ζουν από τον Τουρισμό.
Ο Τουρισμός της χώρας, σαφώς θα δείξει για ακόμη μια φορά την ικανότητα του να επανακάμπτει και να οδηγεί ‘το τραίνο της ανάπτυξης’. Τα ξενοδοχεία της Αθήνας όμως, δεν γνώρισαν το 2021 -όπως συνέβη στην πλειοψηφία των αστικών κέντρων της Ευρώπης-την απότομη ανάκαμψη των προορισμών διακοπών, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την ανάγκη αλλά και την δυνατότητα που είχαν οι ευρωπαίοι να ταξιδέψουν μετά από 15 μήνες εγκλεισμού. Η δε καθυστέρηση της ανάκαμψης των αγορών επαγγελματικών ταξιδιών, συνεδρίων και city breaks, ανάγκασαν τα ξενοδοχεία της Αθήνας να λειτουργήσουν με εξαιρετικά χαμηλές πληρότητες καθ’ όλη την διάρκεια του χειμώνα και με εξαιρετικά αυξημένο κόστος λειτουργίας.
Σε στρατηγικό επίπεδο και βλέποντας ‘πιο μακριά’ από την απλή καταγραφή αφίξεων στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας, πολύ φοβούμαστε πως μετά από ένα καλοκαίρι που αναμένεται να κυλίσει θετικά από πλευράς αφίξεων – και αν δεν υπάρξουν άλλες εκπλήξεις όπως ελπίζουμε- θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τον παλιό ‘κακό μας εαυτό’, όντας μια από τις ελάχιστες- αν όχι η μοναδική- ευρωπαϊκή πρωτεύουσα (όπως και χώρα) που: Δεν έχει ρυθμίσει τα θέματα της “οικονομίας διαμοιρασμού”, δεν διαθέτει Μητροπολιτικό Συνεδριακό Κέντρο διεθνών προδιαγραφών και θα βαδίσει -με μόνα ‘εγγυημένα’- τον λογαριασμό της πανδημίας, το αυξημένο κόστος λειτουργίας και προμηθειών και την άνθιση της ‘παραξενοδοχίας’ (η οποία όπως γνωρίζουμε δεν υπόκειται σε υγειονομικούς κανονισμούς, σε κανόνες συνάθροισης κοινού, σε φορολογικές επιβαρύνσεις, σε ασφαλιστικές επιβαρύνσεις κ.ά.).
Χρειάζονται πλέον γενναίες αποφάσεις, στρατηγικού χαρακτήρα, οι οποίες θα θέσουν τις πραγματικές βάσεις για μια υγιή και μακροπρόθεσμα σταθερή ανάπτυξη ενός βιώσιμου Τουρισμού για την πόλη μας.