Μία νέα διάσταση της λατρείας στο ανακτορικό κτήριο της Ζωμίνθου και οι απαρχές της στην Παλαιοανακτορική περίοδο (1900-1700 π.Χ) αποκαλύφθηκαν φέτος κατά την ετήσια ανασκαφή της Αρχαιολογικής Εταιρείας που πραγματοποίησε η Επίτιμη Διευθύντρια Αρχαιοτήτων Δρ. Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη στον Ψηλορείτη.
Όπως έδειξε η αρχαιολογική έρευνα, ο φυσικός βράχος στον οποίο είναι θεμελιωμένο το κτηριακό συγκρότημα, είχε λειτουργήσει από το 2000 π.Χ. περίπου ως υπαίθριος χώρος λατρείας με μικρές κατασκευές. Σε κοιλώματά του τοποθετούσαν οι λατρευτές αγγεία και άλλα αφιερώματα, που ήρθαν φέτος στο φως: egg cups (απλά αγγεία σε μορφή κυπέλλου με δισκοειδή βάση), άλλοτε άβαφα, άλλοτε βαμμένα με μαύρο χρώμα (κάποιες φορές με λευκές ταινίες πάνω σε μαύρο και άλλες βαμμένα με κόκκινο χρώμα). Όπως υποστηρίζει η Έ. Σαπουνά-Σακελλαράκη, πρόκειται για λατρευτική πρακτική γνωστή έως τώρα από τα μινωικά ιερά κορυφής.
Πάνω στον βράχο είχε ιδρυθεί το κτηριακό συγκρότημα, όπως δείχνουν σποραδικά λείψανα σε όλο τον χώρο. Στο νοτιοδυτικό τμήμα, του οποίου η τελική μορφή αποκαλύφθηκε στην φετινή ανασκαφή, οι χώροι είναι διώροφοι και τριώροφοι με πλακόστρωτα ή ξύλινα δάπεδα πάνω στον βράχο. Στο τμήμα αυτό ήρθαν στο φως πέρυσι και φέτος πολύτιμα αντικείμενα και σκεύη: χάλκινα εγχειρίδια, σφραγίδα, λίθινα αγγεία κλπ. Στον ίδιο χώρο αποκαλύφθηκαν φέτος τμήμα από «κύπελλο κοινωνίας» και χάλκινο κουταλάκι που χρονολογούνται πριν το 1750 π.Χ., δηλαδή προ της περιόδου καταστροφής των πρώτων ανακτόρων. Ανασκαφικά είναι η πρώτη φορά που απαντάται ο συνδυασμός του βράχου με πολυώροφο κτήριο σε οικιστικό κέντρο. Εικονογραφικά το συναντούμε μόνο σε λίθινο ανάγλυφο αγγείο από την περιοχή Γυψάδες της Κνωσού, όπου εικονίζεται ένας λατρευτής σκυφτός και γονατιστός να αφιερώνει σε βωμό ανάμεσα σε βράχους ένα αντικείμενο και πάνω από το βραχώδες τοπίο εικονίζεται ένα κτίσμα.
Τα ευρήματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω επιβεβαιώνουν την εικόνα λατρείας κατά την άσκηση της οποίας, όπως θεωρεί η ανασκαφέας, θα ελάμβαναν χώρα και τελετουργικά γεύματα, γεγονός που αποδεικνύεται από το πλήθος χυτρών, κωνικών κυπέλλων και τριπτήρων που θα χρησιμοποιούνταν πιθανώς για την παρασκευή εδεσμάτων.
Η φετινή ανασκαφή διεύρυνε την συνολική ανεσκαμμένη επιφάνεια κατά 100 τ.μ. και αποκάλυψε και άλλα ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Χαρακτηριστική είναι μία είσοδος από Βορρά προς Νότο με δίφυλλη θύρα που οδηγούσε σε πλακόστρωτο χώρο θεμελιωμένο σε διαμορφωμένο τμήμα του βράχου. Στα Μινωικά χρόνια μπορεί το πλακόστρωτο αυτό να χρησίμευε σαν υπαίθριος χώρος εκτέλεσης αθλοπαιδιών ή τελετών. Το ίδιο τμήμα άλλωστε χρησιμοποιήθηκε αργότερα, επί Ρωμαϊκή εποχής, ως λιθόστρωτος χώρος-αυλή του κτίσματος που είχαν κτίσει οι Ρωμαίοι πάνω στα ερείπια του μινωικού κτηρίου. Ένα νόμισμα του αυτοκράτορα Αδριανού που βρέθηκε στο σημείο αυτό, μαζί με άλλο νόμισμα, του Μάρκου Αυρήλιου, που είχε βρεθεί το 2017 επικυρώνουν την ρωμαϊκή παρουσία.
Μία άλλη εντυπωσιακή πλακόστρωτη είσοδος με πολύθυρο που οδηγούσε σε προθάλαμο με θρανίο αποκαλύφθηκε στην βορειοανατολική πλευρά του κτηρίου.
Πλήθος κινητών ευρημάτων βρέθηκαν σε όλο τον χώρο της ανασκαφής, όπως π.χ. στον χώρο του ισογείου του λεγόμενου «μεταλλευτικού κλιβάνου», όπου φέτος ανασκάφηκε ο πλακόστρωτος ισόγειος χώρος αλλά και τμήμα του αρχαιότερου στρώματος στο οποίο ήταν θεμελιωμένος ο κεντρικός πεσσός του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κομμάτια ορείας κρυστάλλου που βρίσκονται σε μεγάλο πλήθος σε όλα τα δωμάτια του κτηρίου – το εργαστήριο ορείας κρυστάλλου είχε ανασκαφεί από τον Γιάννη Σακελλαράκη – μαζί με κομμάτια οψιανού. Όπως πιστεύουν και άλλοι ερευνητές, η ανασκαφέας θεωρεί ότι η ύπαρξή τους ίσως έχει σχέση με κάποιες «μαγικές» ιδιότητες που τους απέδιδαν οι ένοικοι.
Ιδιαίτερο εύρημα, όμως, αποτελούν τμήματα μεγάλου ρυτού (τελετουργικό αγγείο) σε σχήμα ταυροκεφαλής ύψους 30 εκ., το οποίο εντοπίστηκε σε ένα από τα δωμάτια της δυτικής πλευράς του κτηρίου.
Η απάντηση, τέλος, για την προέλευση της πέτρας που χρησιμοποιήθηκε για την επίστρωση του δαπέδου του κτηρίου, συγκεκριμένα μεγάλων πλακών διαστάσεων έως και 3×1 μ., δόθηκε μετά την έρευνα της τοπογραφίας της περιοχής περί τα 20 χμ. από την Ζώμινθο, στα Ταλλαία Όρη, κοντά στο χωριό Δοξαρό. Πρόκειται για λατομείο που δίνει μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες που μοιάζουν με μάρμαρο.
Συμπερασματικά, παρά την μακρά κατοίκησή του από την Μινωική εποχή έως την εποχή της Βενετοκρατίας, παρά τις πολλές μετασκευές και τις αλλεπάλληλες λεηλασίες, το ανάκτορο της Ζωμίνθου διασώζει πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν την μεγάλη σημασία του. Άλλωστε, πρόκειται για το μοναδικό μινωικό κέντρο, θρησκευτικό, οικονομικό και παραγωγικό, σε υψόμετρο 1200 μ., άριστα οργανωμένου, με πολλούς θρησκευτικούς χώρους, με εργαστήρια κατεργασίας πρώτων υλών και κατασκευής αντικειμένων, όπως το κεραμεικό εργαστήριο με τον κλίβανο δίπλα του και το καμίνι για την χαλκουργία και με μεγάλες αποθηκευτικές δυνατότητες, όπως δείχνουν τα πιθάρια για την φύλαξη προϊόντων του βουνού, μεταξύ των οποίων τα περίφημα βότανα του Ψηλορείτη, αλλά και του μαλλιού. Κυρίως, όμως, τόσο από το ίδιο το λαβυρινθώδες κτήριο, όσο και από τα τελετουργικά αντικείμενα που έχουν έρθει στο φως, αποδεικνύεται η σημασία και ο θρησκευτικός ρόλος του επί αιώνες στην λατρεία του Δία.
Ιδρυμένη στα μισά περίπου της απόστασης από την Κνωσό προς το Ιδαίο Άντρο, η Ζώμινθος υπήρξε για τους Μινωίτες ο χώρος που θα μπορούσε να υποκαταστήσει κατά τους χειμερινούς μήνες του χρόνου το ιερό σπήλαιο, όταν η πρόσβαση προς αυτό ήταν δύσκολη.
Το ανακτορικό κέντρο της Ζωμίνθου ύστερα από μία εικοσαετία συστηματικής ανασκαφής, την οποία άρχισε ο αείμνηστος Γιάννης Σακελλαράκης και συνεχίζει η Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη, έχει φανερώσει πλέον πολλά από τα μυστικά του.